Η Μονή Βατοπεδίου συναντάται με διπλή γραφή: η πρώτη εκδοχή «Βατοπέδι» προέρχεται από το «βάτος» και «πεδινός», ενώ η δεύτερη «Βατοπαίδι» από το «βάτος» και «παιδίον». Πολλαπλές εκδοχές υπάρχουν και ως προς την ακριβή χρονολογία ιδρύσεώς της. Σύμφωνα με μία παράδοση, ιδρυτής της ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος (361-363) και έπειτα ο Μέγας Θεοδόσιος (379-395). Ιστορικές πηγές μαρτυρούν ότι η επανίδρυση της Μονής έλαβε χώρα από τους Αδριανουπολίτες άρχοντες Αθανάσιο, Νικόλαο και Αντώνιο, μαθητές του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, ο οποίος και τους παρακίνησε στην επανίδρυση της Μονής. Τα στοιχεία που υπάρχουν αναφέρουν ως ηγούμενό της το 985 κάποιον με το όνομα Νικόλαος, τον οποίο διαδέχτηκε κατά τα έτη 1020-1048 ο Αθανάσιος και το 1142 ο Αντώνιος. Όπως συνάγεται από τα ιστορικά δεδομένα, η επανίδρυση της Μονής Βατοπεδίου τοποθετείται μεταξύ των ετών 972-985.
Δεύτερη στην ιεραρχία των Μονών του Αγίου Όρους, η Ιερά Μονή Βατοπεδίου αποτελεί ένα επιβλητικό συγκρότημα μνημείων, που προκαλεί δέος όπως περικλείεται από υψηλό τείχος και κτήρια οργανωμένα σε σχήμα τριγώνου. Ο κεντρικός ναός της Μονής είναι ο ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, ενώ αξιοσημείωτα είναι τα κειμήλια που βρίσκονται εντός της Μονής, όπως η τίμια Ζώνη της Κυρίας Θεοτόκου, που φυλάσσεται με ευλάβεια σε ολόχρυση θήκη, το θρυλικό ποτήρι «Ίασπις και πολλά άλλα κειμήλια με βασιλικές επιγραφές. Στον κεντρικό ναό μπορεί κανείς να θαυμάσει τα εντοίχεια ψηφιδωτά –τα μοναδικά του είδους τους στο Άγιο Όρος, αλλά και τις τοιχογραφίες, που ζωγραφίστηκαν το 1312, αποτελώντας ξεχωριστό σημείο αναφοράς της Παλαιολόγειας Αναγέννησης. Η Μονή Βατοπεδίου περιλαμβάνει συνολικά 31 παρεκκλήσια, εκ των οποίων τα 12 βρίσκονται εκτός της Μονής.
Σήμερα, η Μονή κατοικείται από 100 περίπου μοναχούς και ξεχωρίζει για τις δραστηριότητές της. Μεγάλη άνθιση γνωρίζει τις τελευταίες δεκαετίες, διαθέτοντας κηροπλαστείο, ραφείο, ξυλουργείο, εργαστήρια συντήρησης κειμηλείων, εργαστήρια χειροτεχνίας και πολλά άλλα.